- φενακόδους
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων θηλαστικών που ανήκει στην τάξη τών κονδυλάρθρων και έζησε κατά το κατώτερο ηώκαινο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phenacodus < φέναξ, -ακος + οδούς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φενακοδοντίδες — οι, Ν (παλαιοντ.) οικογένεια απολιθωμένων θηλαστικών τής τάξης κονδύλαρθρα, με τυπικό το γένος φενακόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. fenacodontidae < φέναξ, ακος + οδούς, όντος] … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
ηώκαινο — Η δεύτερη υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα ή τριτογενούς, η έναρξη της οποίας υπολογίζεται πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια. Διήρκεσε πιθανότατα 30 εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αποτέθηκαν ιζήματα συνολικού πάχους πάνω… … Dictionary of Greek